- ιστορημένος
- -η, -ο [ιστορώ](για κώδικες) ο διακοσμημένος με μικρογραφίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστορημένος — ἱ̱στορημένος , ἱστορέω inquire into perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίστορος — η, ο (Μ ένίστορος, ον) [ιστορία] (για κώδικες) ζωγραφισμένος, που περιέχει εικόνες, ιστορημένος* (α. «ἐνίστορος κῶδιξ» β. «ἐνίστορον εὐαγγέλιον» κώδικας, ευαγγέλιο που περιέχει εικόνες, διακοσμημένος με μικρογραφίες … Dictionary of Greek
ερωτοϊστορημένος — ἐρωτοϊστορημένος και ἐρωτοϊστορισμένος, η, ον (Μ) αυτός που φέρει ζωγραφισμένους έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ιστορημένος, μτχ. παρακμ. τού ιστορώ. Ο τ. ερωτοϊστορισμένος < έρως, ωτος + ιστορισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ιστορίζω*] … Dictionary of Greek
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Ζάβορδας (Οσίου Νικάνορος), μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Γρεβενών, στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γρεβενών. Η ονομασία του οφείλεται σε ομώνυμο χωριό που υπήρχε κοντά στη μονή. Χτίστηκε το 1534 από … Dictionary of Greek
ιστορούμαι — ιστορούμαι, ιστορήθηκα, ιστορημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανιστόρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξέρει ιστορία: Οι απόψεις του συγγραφέα για την αλεξανδρινή εποχή δείχνουν πως αυτός είναι ανιστόρητος. 2. αυτός που δεν είναι ιστορημένος, ζωγραφισμένος: Ο ναός αυτός φαίνεται ότι τελικά έμεινε ανιστόρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστορώ — ιστόρησα, ιστορήθηκα, ιστορημένος 1. αφηγούμαι. 2. εικονογραφώ: Ιστορημένα χειρόγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)